Δείτε επίσης: Βάνα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βάνα οι βάνες
      γενική της βάνας των βανών
    αιτιατική τη βάνα τις βάνες
     κλητική βάνα βάνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βάνα < (άμεσο δάνειο) γαλλική vanne + < λατινική vannus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wē- (λιχνίζω, αλωνίζω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈva.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βά‐να

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βάνα θηλυκό

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία