Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπεδάφιος η υπεδάφια το υπεδάφιο
      γενική του υπεδάφιου της υπεδάφιας του υπεδάφιου
    αιτιατική τον υπεδάφιο την υπεδάφια το υπεδάφιο
     κλητική υπεδάφιε υπεδάφια υπεδάφιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπεδάφιοι οι υπεδάφιες τα υπεδάφια
      γενική των υπεδάφιων των υπεδάφιων των υπεδάφιων
    αιτιατική τους υπεδάφιους τις υπεδάφιες τα υπεδάφια
     κλητική υπεδάφιοι υπεδάφιες υπεδάφια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπεδάφιος < υπέδαφος + -ιος

  Επίθετο επεξεργασία

υπεδάφιος, -ια, -ιο

  • που έχει σχέση με το υπέδαφος, αναφέρεται σ’ αυτό ή βρίσκεται σ’ αυτό
    Η αφαίρεση των χωμάτων αποκάλυψε ότι η υπεδάφια δομή που απεικονίστηκε με τις ηλεκτρικές τομογραφίες ήταν φακός άμμου, δηλαδή φυσικός σχηματισμός. (*)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία