υπεδάφιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
υπεδάφιος, -ια, -ιο
- που έχει σχέση με το υπέδαφος, αναφέρεται σ’ αυτό ή βρίσκεται σ’ αυτό
- Η αφαίρεση των χωμάτων αποκάλυψε ότι η υπεδάφια δομή που απεικονίστηκε με τις ηλεκτρικές τομογραφίες ήταν φακός άμμου, δηλαδή φυσικός σχηματισμός. (*)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπεδάφιος