υπογειωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπογειωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος υπογειώνω
Μετοχή
επεξεργασίαυπογειωμένος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που έχει υπογειωθεί
- (λόγιο) (μεταφορικά) που δεν είναι και τόσο ξεκάθαρος, που απαιτείται προσπάθεια για να τον ανακαλύψεις
- Η ισορροπία αυτή του συνθέματος στηρίζεται στην υπογειωμένη αξιοποίηση του αριθμού επτά ως οργανωτικού άξονα, στις ηχητικές ανταποκρίσεις και τα σταθερά σχήματα επαλληλίας, στην άκρως εκλεπτυσμένη εσωτερική αρμονία των στίχων και των στροφών και, κυρίως, στο σχήμα του κύκλου και της καρκινικού τύπου αριθμητικής δόμησης. (Ευριπίδης Γαραντούδης, Το ερωτικό μπεστ-σέλερ της ελληνικής μοντέρνας ποίησης: το Μονόγραμμα του Ελύτη και η πρόσληψή του)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υπογειωμένος
|