Δείτε επίσης: απογειωμένος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπογειωμένος η υπογειωμένη το υπογειωμένο
      γενική του υπογειωμένου της υπογειωμένης του υπογειωμένου
    αιτιατική τον υπογειωμένο την υπογειωμένη το υπογειωμένο
     κλητική υπογειωμένε υπογειωμένη υπογειωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπογειωμένοι οι υπογειωμένες τα υπογειωμένα
      γενική των υπογειωμένων των υπογειωμένων των υπογειωμένων
    αιτιατική τους υπογειωμένους τις υπογειωμένες τα υπογειωμένα
     κλητική υπογειωμένοι υπογειωμένες υπογειωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπογειωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος υπογειώνω

υπογειωμένος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που έχει υπογειωθεί
  2. (λόγιο) (μεταφορικά) που δεν είναι και τόσο ξεκάθαρος, που απαιτείται προσπάθεια για να τον ανακαλύψεις
    Η ισορροπία αυτή του συνθέματος στηρίζεται στην υπογειωμένη αξιοποίηση του αριθμού επτά ως οργανωτικού άξονα, στις ηχητικές ανταποκρίσεις και τα σταθερά σχήματα επαλληλίας, στην άκρως εκλεπτυσμένη εσωτερική αρμονία των στίχων και των στροφών και, κυρίως, στο σχήμα του κύκλου και της καρκινικού τύπου αριθμητικής δόμησης. (Ευριπίδης Γαραντούδης, Το ερωτικό μπεστ-σέλερ της ελληνικής μοντέρνας ποίησης: το Μονόγραμμα του Ελύτη και η πρόσληψή του)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία