Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απογειωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
υπογειωμένος
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απογειωμέν
ος
η
απογειωμέν
η
το
απογειωμέν
ο
γενική
του
απογειωμέν
ου
της
απογειωμέν
ης
του
απογειωμέν
ου
αιτιατική
τον
απογειωμέν
ο
την
απογειωμέν
η
το
απογειωμέν
ο
κλητική
απογειωμέν
ε
απογειωμέν
η
απογειωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απογειωμέν
οι
οι
απογειωμέν
ες
τα
απογειωμέν
α
γενική
των
απογειωμέν
ων
των
απογειωμέν
ων
των
απογειωμέν
ων
αιτιατική
τους
απογειωμέν
ους
τις
απογειωμέν
ες
τα
απογειωμέν
α
κλητική
απογειωμέν
οι
απογειωμέν
ες
απογειωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
απογειωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
απογειώνομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απογειωμένος