υπέργειος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπέργειος < αρχαία ελληνική ὑπέργειος
Επίθετο
επεξεργασίαυπέργειος, -α, -ο
- που βρίσκεται πάνω από το έδαφος
- το υπέργειο τμήμα του μετρό
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υπέργειος