Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπέργειος η υπέργεια το υπέργειο
      γενική του υπέργειου της υπέργειας του υπέργειου
    αιτιατική τον υπέργειο την υπέργεια το υπέργειο
     κλητική υπέργειε υπέργεια υπέργειο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπέργειοι οι υπέργειες τα υπέργεια
      γενική των υπέργειων των υπέργειων των υπέργειων
    αιτιατική τους υπέργειους τις υπέργειες τα υπέργεια
     κλητική υπέργειοι υπέργειες υπέργεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπέργειος < αρχαία ελληνική ὑπέργειος

  Επίθετο επεξεργασία

υπέργειος, -α, -ο

  • που βρίσκεται πάνω από το έδαφος
    το υπέργειο τμήμα του μετρό

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία