bulbo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bulbo | bulboj |
αιτιατική | bulbon | bulbojn |
bulbo (eo)
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
bulbo (it)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bulbo | bulboj |
αιτιατική | bulbon | bulbojn |
bulbo (eo)
bulbo (it)