Δείτε επίσης: ῥάπα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ράπα οι ράπες
      γενική της ράπας
    αιτιατική τη ράπα τις ράπες
     κλητική ράπα ράπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ράπα < Δείτε και γαλλική rave, λατινική rapa • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ράπα θηλυκό

  1. (φυτό) το φυτό ρέβα[1], το γογγύλι
  2. (ιδιωματικό) το καλάμι των σιτηρών(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
    άλλες μορφές: ράπη (το μέρος εκείνο του σταχυού (το στέλεχος) που απομένει μετά το θερισμό)
    συγγενικά: ράπινος
  3. (κρητικά) η συνουσία (ιδίωμα της ανατολικής Κρήτης)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
    συγγενικά: ραπώνω
  4. (ιδιωματικό) θελκτική γυναίκα(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
    είναι καλή ράπα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .