Δείτε επίσης: Στρογγύλη, στρόγγυλη, στρογγυλή

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Στρογγυλή οι Στρογγυλές
      γενική της Στρογγυλής των Στρογγυλών
    αιτιατική τη Στρογγυλή τις Στρογγυλές
     κλητική Στρογγυλή Στρογγυλές
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Στρογγυλή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου στρογγυλός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /stɾoŋ.ɟiˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Στρογ‐γυ‐λή

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Στρογγυλή θηλυκό

  1. ονομασία οικισμών της Ελλάδας
  2. ονομασία νησίδων της Ελλάδας

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία