πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Στρογγυλιώτισσα οι Στρογγυλιώτισσες
      γενική της Στρογγυλιώτισσας των Στρογγυλιωτισσών
    αιτιατική τη Στρογγυλιώτισσα τις Στρογγυλιώτισσες
     κλητική Στρογγυλιώτισσα Στρογγυλιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Στρογγυλιώτισσα < Στρογγυλιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
ΔΦΑ : /stɾoŋ.ɟiˈʎo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Στρογγυλιώτισσα

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Στρογγυλιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Στρογγυλιώτης