Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στρογγυλότητα οι στρογγυλότητες
      γενική της στρογγυλότητας των στρογγυλοτήτων
    αιτιατική τη στρογγυλότητα τις στρογγυλότητες
     κλητική στρογγυλότητα στρογγυλότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρογγυλότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρογγυλότης από την αιτιατική ενικού «τὴν στρογγυλότητα»

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /stɾoŋ.ɟiˈlo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρογ‐γυ‐λό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στρογγυλότητα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

στρογγυλότητα θηλυκό