σφαιρικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sfe.ɾiˈko.ti.ta/
Ουσιαστικό επεξεργασία
σφαιρικότητα θηλυκό
- ο βαθμός κατά τον οποίον κάτι έχει σφαιρικό σχήμα
- η ιδιότητα κάποιου πράγματος ή κάποιας ενέργειας που γίνεται από κάθε άποψη, σφαιρικά
- ο στόχος της πρότασής μας είναι η εξασφάλιση της σφαιρικότητας της προσέγγισης στο μάθημα...
Μεταφράσεις επεξεργασία
σφαιρικότητα