Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στρογγυλοποίηση οι στρογγυλοποιήσεις
      γενική της στρογγυλοποίησης* των στρογγυλοποιήσεων
    αιτιατική τη στρογγυλοποίηση τις στρογγυλοποιήσεις
     κλητική στρογγυλοποίηση στρογγυλοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, στρογγυλοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρογγυλοποίηση < στρογγυλός + ποίηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στρογγυλοποίηση θηλυκό

  1. στρογγυλή διαμόρφωση, στρογγύλεμα άκρων
  2. (μαθηματικά) η διαδικασία απλοποίησης των πολύπλοκων αριθμών

  Μεταφράσεις επεξεργασία