χάση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χάση θηλυκό
- (αστρονομία) η περίοδος μετά την πανσέληνο, όταν αρχίζει να μειώνεται (μέχρις εξαφανίσεως) η φωτεινή επιφάνεια της σελήνης
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- στη χάση και στη φέξη : σπανίως
- ≈ συνώνυμα: αραιά και πού
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χάση