Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χάση οι χάσες
      γενική της χάσης
    αιτιατική τη χάση τις χάσες
     κλητική χάση χάσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χάση < χάνω (αόριστος: έχασα) + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χάση θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία