↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χάση οι χάσες
      γενική της χάσης
    αιτιατική τη χάση τις χάσες
     κλητική χάση χάσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χάση < χάνω (αόριστος: έχασα) + -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χάση θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία