λειψοφεγγαριά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λειψοφεγγαριά | οι | λειψοφεγγαριές |
γενική | της | λειψοφεγγαριάς | των | λειψοφεγγαριών |
αιτιατική | τη | λειψοφεγγαριά | τις | λειψοφεγγαριές |
κλητική | λειψοφεγγαριά | λειψοφεγγαριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λειψοφεγγαριά θηλυκό
- (ιδιωματικό) η χάση του φεγγαριού
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λειψοφεγγαριά
|