• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

φέξη

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : Φέξη

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Εκφράσεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η φέξη
      γενική της φέξης
    αιτιατική τη φέξη
     κλητική φέξη
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
φέξη < φέγγω (έφεξα) + -ση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φέξη θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) φέξιμο
  2. (κατ’ επέκταση) ξημέρωμα
  3. (αστρονομία) περίοδος κατά την οποία αυξάνεται η φωτεινή επιφάνεια της σελήνης, μέχρι να έχουμε πανσέληνο
    ≈ συνώνυμα: γέμισμα
    ≠ αντώνυμα: χάση

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • στη χάση και στη φέξη σπανίως
    ≈ συνώνυμα: αραιά και πού

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    φέξη
  • γαλλικά : lune (fr) ascendante (fr), lune (fr) croissante (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=φέξη&oldid=5525234"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Φεβρουαρίου 2022, στις 22:33

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Φεβρουαρίου 2022, στις 22:33.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας