Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γεμοφεγγαριά οι γεμοφεγγαριές
      γενική της γεμοφεγγαριάς των γεμοφεγγαριών
    αιτιατική τη γεμοφεγγαριά τις γεμοφεγγαριές
     κλητική γεμοφεγγαριά γεμοφεγγαριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γεμοφεγγαριά < γεμο- + φεγγάρι + -ιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γεμοφεγγαριά θηλυκό

ΣυνώνυμαΑντώνυμα επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία