↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θρίαμβος οι θρίαμβοι
      γενική του θριάμβου
θρίαμβου
των θριάμβων
    αιτιατική τον θρίαμβο τους θριάμβους
     κλητική θρίαμβε θρίαμβοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θρίαμβος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θρίαμβος (αρχική σημασία: ύμνος στο θεό Διόνυσο)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈθɾi.aɱ.vos/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θρίαμβος αρσενικό

  1. η παρέλαση που έκανε ένας νικητής στρατηγός στην αρχαία Ρώμη (ή αλλού) μετά τη νίκη του
  2. (κατ’ επέκταση) η πολύ μεγάλη νίκη
  3. (κατ’ επέκταση) το πολύ μεγάλο επίτευγμα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θρίαμβος οἱ θρίαμβοι
      γενική τοῦ θριάμβου τῶν θριάμβων
      δοτική τῷ θριάμβ τοῖς θριάμβοις
    αιτιατική τὸν θρίαμβον τοὺς θριάμβους
     κλητική ! θρίαμβε θρίαμβοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θριάμβω
γεν-δοτ τοῖν  θριάμβοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θρίαμβος < (ίσως) άμεσο δάνειο από την προελληνική [1] με επίθημα -βος όπως σε λέξεις που σημαίνουν ήχους (φλοῖσβος, θόρυβος)[2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θρίαμβος αρσενικό

  1. ύμνος στο θεό Διόνυσο
     συνώνυμα: θριαμβοδιθύραμβος
  2. (ελληνιστική σημασία) παρέλαση του στρατού σε πόλη, μέσα σε πανηγυρικές εκδηλώσεις, μετά από νικηφόρα μάχη

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. θρίαμβος - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. θρίαμβος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας