πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θριαμβευτικός η θριαμβευτική το θριαμβευτικό
      γενική του θριαμβευτικού της θριαμβευτικής του θριαμβευτικού
    αιτιατική τον θριαμβευτικό τη θριαμβευτική το θριαμβευτικό
     κλητική θριαμβευτικέ θριαμβευτική θριαμβευτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θριαμβευτικοί οι θριαμβευτικές τα θριαμβευτικά
      γενική των θριαμβευτικών των θριαμβευτικών των θριαμβευτικών
    αιτιατική τους θριαμβευτικούς τις θριαμβευτικές τα θριαμβευτικά
     κλητική θριαμβευτικοί θριαμβευτικές θριαμβευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /θɾi.aɱ.ve.ftiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θριαμβευτικός

θριαμβευτικός, -ή, -ό

  1. που αποτελεί θρίαμβο
      θριαμβευτική νίκη
  2. που σχετίζεται ή μοιάζει με θρίαμβο
      θριαμβευτική υποδοχή

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

επεξεργασία

θριαμβευτικός, -ή, -όν

Συγγενικά

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία