θριαμβευτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θριαμβευτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θριαμβευτικός < θριαμβευτής < λατινική triumphalis[1] < αρχαία ελληνική θρίαμβος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /θɾi.aɱ.ve.ftiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θρι‐αμ‐βευ‐τι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
θριαμβευτικός, -ή, -ό
- που αποτελεί θρίαμβο
- ↪ θριαμβευτική νίκη
- που σχετίζεται ή μοιάζει με θρίαμβο
- ↪ θριαμβευτική υποδοχή
Συγγενικά επεξεργασία
- αθριάμβευτος
- θριαμβευτής και θριαμβεύτρια
- θριαμβευτικά (επίρρημα)
- θριαμβεύω
- θριαμβικός
→ και δείτε τη λέξη θρίαμβος
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ θριαμβευτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θριαμβευτικός < θριαμβευτ(ής) + -ικός < (μεταφραστικό δάνειο) λατινική triumphalis[1] < αρχαία ελληνική θρίαμβος
Επίθετο επεξεργασία
θριαμβευτικός, -ή, -όν
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη θρίαμβος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ θριαμβευτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- θριαμβευτικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θριαμβευτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.