triomphal
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | triomphal | triomphaux |
θηλυκό | triomphale | triomphales |
Επίθετο
επεξεργασίαtriomphal (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | triomphal | triomphaux |
θηλυκό | triomphale | triomphales |
triomphal (fr) αρσενικό