θριαμβευτικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
θριαμβευτικά < θριαμβευτικ(ός) + -ά
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /θɾi.aɱ.ve.ftiˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θρι‐αμ‐βευ‐τι‐κά
Επίρρημα
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
θριαμβευτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του θριαμβευτικός