triumphantly
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | triumphantly |
συγκριτικός | more triumphantly |
υπερθετικός | most triumphantly |
Ετυμολογία επεξεργασία
- triumphantly < triumphant + -ly
Επίρρημα επεξεργασία
triumphantly (en)
- θριαμβευτικά
- ↪ I return triumphantly.
- Επιστρέφω θριαμβευτικά.
- ↪ I return triumphantly.