triumphant
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | triumphant |
συγκριτικός | more triumphant |
υπερθετικός | most triumphant |
Επίθετο
επεξεργασίαtriumphant (en)
- θριαμβευτικός
- ⮡ a triumphant success - θριαμβευτική επιτυχία
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 378. ISBN 9780194325684., λήμμα: θριαμβευτικός