θριαμβικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- θριαμβικός < (ελληνιστική κοινή) < θρίαμβος
Επίθετο
επεξεργασία
θριαμβικός -ή -ό
- ο σχετικός με το θρίαμβο (την παρέλαση)
- θριαμβευτικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θριαμβικός
|