Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θριαμβικός η θριαμβική το θριαμβικό
      γενική του θριαμβικού της θριαμβικής του θριαμβικού
    αιτιατική τον θριαμβικό τη θριαμβική το θριαμβικό
     κλητική θριαμβικέ θριαμβική θριαμβικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θριαμβικοί οι θριαμβικές τα θριαμβικά
      γενική των θριαμβικών των θριαμβικών των θριαμβικών
    αιτιατική τους θριαμβικούς τις θριαμβικές τα θριαμβικά
     κλητική θριαμβικοί θριαμβικές θριαμβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θριαμβικός < (ελληνιστική κοινή) < θρίαμβος

  Επίθετο επεξεργασία

θριαμβικός -ή -ό

  1. ο σχετικός με το θρίαμβο (την παρέλαση)
  2. θριαμβευτικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία