Δείτε επίσης: φλοίσβος, Φλοίσβος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φλοῖσβος οἱ φλοῖσβοι
      γενική τοῦ φλοίσβου τῶν φλοίσβων
      δοτική τῷ φλοίσβ τοῖς φλοίσβοις
    αιτιατική τὸν φλοῖσβον τοὺς φλοίσβους
     κλητική ! φλοῖσβε φλοῖσβοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φλοίσβω
γεν-δοτ τοῖν  φλοίσβοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φλοῖσβος < επίθημα -βος, δηλωτικό θορύβου. φλοι- < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φλοῖσβος, -ου αρσενικό

  1. κάθε συγκεχυμένος θόρυβος, υπόκωφος θόρυβος, οχλοβοή
  2. βοή από το πεδίο της μάχης
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 322 (321-322)
    ἀλλ᾽ ὅ γε τοὺς μὲν ἑοὺς ἠρύκακε μώνυχας ἵππους | νόσφιν ἀπὸ φλοίσβου, ἐξ ἄντυγος ἡνία τείνας,
    και τα δικά του άλογα μακράν από τον κρότον | έστησε και τους χαλινούς προσέδεσε στ᾽ αμάξι.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  3. (για θάλασσα) θόρυβος από τον παφλασμό των κυμάτων
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 792 (792-793)
    πόντου περῶσα φλοῖσβον, ἔστ᾽ ἂν ἐξίκῃ | πρὸς Γοργόνεια πεδία Κισθήνης,
    και του πελάου το σάλαγο περνώντας θά ᾽ρθεις | κατά τους κάμπους τους Γοργόνειους της Κισθήνης,
    Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
    ※  Επιγραφή περιόδου βασιλείας αυτοκράτορα Αύγουστου, IG XII, 5 739, (στίχοι 164-166) Ύμνος αφιερωμένος στην αιγυπτιακή θεά Ίσιδα, εγγεγραμμένος σε στήλη. @epigraphy.packhum.org
    ἐπ’ ἀφριόεντι δὲ Νηρεὺς
    πλᾶζε τ[ρίαινα]ν [ἔ]χων περιμάρμαρον ἄνθεσιν ἄχνας
    φλοῖσβο[ν ἐριβ]ρεμέθοντα,
    ΣτΕ: Η στήλη βρέθηκε στο νησί της Άνδρου το 1841 από τον Λουδοβίκο Ρος. @google.books.gr

Συγγενικά

επεξεργασία