Φλοίσβος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Φλοίσβος | οι | Φλοίσβοι |
γενική | του | Φλοίσβου | των | Φλοίσβων |
αιτιατική | τον | Φλοίσβο | τους | Φλοίσβους |
κλητική | Φλοίσβε | Φλοίσβοι | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Φλοίσβος < φλοίσβος & δείτε τη Συζήτηση:Φλοίσβος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈfli.zvos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Φλοί‐σβος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΦλοίσβος αρσενικό