↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Φάληρο τα Φάληρα
      γενική του Φάληρου
Φαλήρου
των Φάληρων
Φαλήρων
    αιτιατική το Φάληρο τα Φάληρα
     κλητική Φάληρο Φάληρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Φάληρο < αρχαία ελληνική Φάληρον

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈfa.li.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Φά‐λη‐ρο

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Φάληρο ουδέτερο

  1. δήμος της αρχαίας Αθήνας
  2. Νέο: συνοικία του Πειραιά
  3. Παλαιό: προάστιο της Αθήνας

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία