Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯a.fi.lo.niˈko/

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαφιλονικώ < αρχαία ελληνική διαφιλονικῶ

  Ρήμα επεξεργασία

διαφιλονικώ

  1. προσπαθώ και αγωνίζομαι με ειρηνικά μέσα (π.χ. μέσω δικαστηρίων) ή με τη βία (π.χ. με πόλεμο) να επιβάλω την κυριότητά μου σε πράγμα που κατέχει ή στο οποίο έχει αξιώσεις κάποιος άλλος
     συνώνυμα: διαμφισβητώ, διεκδικώ
    Στο Κιρκούκ, διαφιλονικούν για την εξουσία οι Τουρκομάνοι, οι Ασσύριοι-Χαλδαίοι και οι Κούρδοι. (Ανώνυμος, «Περίσσια βία στο Ιράκ», ΑΝΤ1, 2 Μαΐου 2009)
  2. ανταλλάσσω έντονα λόγια με κάποιον αντίπαλό μου
     συνώνυμα: διαπληκτίζομαι, λογομαχώ, φιλονικώ
    Οι εκπρόσωποι των κομμάτων διαφιλονικούν για το πώς ακριβώς θα αντιδικήσουν οι ηγέτες. (Π. Μπουκάλας, «Εικονομαχίες και φαντάσματα», εφημ. Η Καθημερινή, 8 Ιουνίου 2004)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία