αμφίρροπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμφίρροπος < αρχαία ελληνική ἀμφίρροπος < ἀμφί + ῥέπω
Επίθετο
επεξεργασίααμφίρροπος -η -ο
- που μπορεί να λάβει τη μία ή την άλλη τροπή, που ταλαντεύεται μεταξύ δύο αποφάσεων ή εξίσου πιθανών εκβάσεων, που το αποτέλεσμά του δεν έχει κριθεί ακόμη