αμφίρροπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμφίρροπα < αμφίρροπος + -α < (ελληνιστική κοινή) ἀμφίρροπος
Επίρρημα
επεξεργασίααμφίρροπα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αμφίρροπα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααμφίρροπα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αμφίρροπος