ἕτοιμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό & θηλυκό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἕτοιμος | ἡ | ἑτοίμη | τὸ | ἕτοιμον |
γενική | τοῦ/τῆς | ἑτοίμου | τῆς | ἑτοίμης | τοῦ | ἑτοίμου |
δοτική | τῷ/τῇ | ἑτοίμῳ | τῇ | ἑτοίμῃ | τῷ | ἑτοίμῳ |
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἕτοιμον | τὴν | ἑτοίμην | τὸ | ἕτοιμον |
κλητική ὦ! | ἕτοιμε | ἑτοίμη | ἕτοιμον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἕτοιμοι | αἱ | ἕτοιμαι | τὰ | ἕτοιμᾰ |
γενική | τῶν | ἑτοίμων | τῶν | ἑτοίμων | τῶν | ἑτοίμων |
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἑτοίμοις | ταῖς | ἑτοίμαις | τοῖς | ἑτοίμοις |
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἑτοίμους | τὰς | ἑτοίμᾱς | τὰ | ἕτοιμᾰ |
κλητική ὦ! | ἕτοιμοι | ἕτοιμαι | ἕτοιμᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἑτοίμω | τὼ | ἑτοίμᾱ | τὼ | ἑτοίμω |
γεν-δοτ | τοῖν | ἑτοίμοιν | τοῖν | ἑτοίμαιν | τοῖν | ἑτοίμοιν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, περισσότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'φρόνιμος' όπως «φρόνιμος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἕτοιμος < άγνωστης ετυμολογίας
Επίθετο
επεξεργασίαἕτοιμος, '-ος/-'η, '-ον
- επικός, λυρικός, αρχαίος αττικός και ιωνικός τύπος του ἑτοῖμος
Πηγές
επεξεργασία- ἕτοιμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Δείτε και ἑτοῖμος