ἑτοῖμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό & θηλυκό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἑτοῖμος | ἡ | ἑτοίμη | τὸ | ἑτοῖμον |
γενική | τοῦ/τῆς | ἑτοίμου | τῆς | ἑτοίμης | τοῦ | ἑτοίμου |
δοτική | τῷ/τῇ | ἑτοίμῳ | τῇ | ἑτοίμῃ | τῷ | ἑτοίμῳ |
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἑτοῖμον | τὴν | ἑτοίμην | τὸ | ἑτοῖμον |
κλητική ὦ! | ἑτοῖμε | ἑτοίμη | ἑτοῖμον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἑτοῖμοι | αἱ | ἑτοῖμαι | τὰ | ἑτοῖμᾰ |
γενική | τῶν | ἑτοίμων | τῶν | ἑτοίμων | τῶν | ἑτοίμων |
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἑτοίμοις | ταῖς | ἑτοίμαις | τοῖς | ἑτοίμοις |
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἑτοίμους | τὰς | ἑτοίμᾱς | τὰ | ἑτοῖμᾰ |
κλητική ὦ! | ἑτοῖμοι | ἑτοῖμαι | ἑτοῖμᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἑτοίμω | τὼ | ἑτοίμᾱ | τὼ | ἑτοίμω |
γεν-δοτ | τοῖν | ἑτοίμοιν | τοῖν | ἑτοίμαιν | τοῖν | ἑτοίμοιν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, περισσότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'φρόνιμος' όπως «ἑτοῖμος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἑτοῖμος < άγνωστης ετυμολογίας
Επίθετο
επεξεργασίαἑτοῖμος, -ος, -ον & -ος, -η, -ον
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἑτοῖμος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- Μαρκαντωνάτος, Γεράσιμος; Θεοδόσης Μοσχόπουλος, Ευστράτιος Χωραφάς (2005). Μικρό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής (Ι΄ έκδοση). Αθήνα: Gutenberg. ISBN 960-01-0531-6.
- ἑτοῖμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἑτοῖμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.