κατάρρευσις
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατάρρευσις < καταρρέω, θέμα κατα-ρευ- (< *ῥέϜ-, → δείτε τις λέξεις ῥεῦσις και ῥέω) + -σις
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: κατάρρευση
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατάρρευσις θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη καταρρέω & σύνθετα
Πηγές
επεξεργασία- κατάρρευσις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- pdf σελ.650 Τόμος B - Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών