Ετυμολογία

επεξεργασία
κατάρρευσις < καταρρέω, θέμα κατα-ρευ- (< *ῥέϜ-,  δείτε τις λέξεις ῥεῦσις και ῥέω) + -σις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: κατάρρευση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατάρρευσις θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία