γκρεμίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γκρεμίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος γκρεμίζω
Ρήμα
επεξεργασίαγκρεμίζομαι
- με γκρεμίζουν ή γκρεμίζομαι μόνος μου, καταβαραθρώνομαι
- τα κτίρια γκρεμίστηκαν με ελεγχόμενες εκρήξεις
- τα όνειρα χιλιάδων παιδιών γκρεμίστηκαν με τη χρεωκοπία
Κλίση
επεξεργασία→ δείτε την κλίση στο γκρεμίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία γκρεμίζομαι