καταβαραθρώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακαταβαραθρώνομαι, π.αόρ.: καταβαραθρώθηκα, μτχ.π.π.: καταβαραθρωμένος
- παθητική φωνή του ρήματος καταβαραθρώνω
καταβαραθρώνομαι, π.αόρ.: καταβαραθρώθηκα, μτχ.π.π.: καταβαραθρωμένος