καταβαραθρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταβαραθρώνω < κατα- + βαραθρώνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική abîmer)
Ρήμα
επεξεργασίακαταβαραθρώνω (παθητική φωνή: καταβαραθρώνομαι)
- ρίχνω κάποιον/κάτι σε ένα βάραθρο
- (μεταφορικά) προκαλώ την πτώση κάποιου σε πολύ χαμηλά επίπεδα ή την πλήρη απαξίωση ή αποτυχία ή καταστροφή του
- τα νέα μέτρα καταβαράθρωσαν τη δημοτικότητα του πρωθυπουργού
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταβαραθρώνω | καταβαράθρωνα | θα καταβαραθρώνω | να καταβαραθρώνω | καταβαραθρώνοντας | |
β' ενικ. | καταβαραθρώνεις | καταβαράθρωνες | θα καταβαραθρώνεις | να καταβαραθρώνεις | καταβαράθρωνε | |
γ' ενικ. | καταβαραθρώνει | καταβαράθρωνε | θα καταβαραθρώνει | να καταβαραθρώνει | ||
α' πληθ. | καταβαραθρώνουμε | καταβαραθρώναμε | θα καταβαραθρώνουμε | να καταβαραθρώνουμε | ||
β' πληθ. | καταβαραθρώνετε | καταβαραθρώνατε | θα καταβαραθρώνετε | να καταβαραθρώνετε | καταβαραθρώνετε | |
γ' πληθ. | καταβαραθρώνουν(ε) | καταβαράθρωναν καταβαραθρώναν(ε) |
θα καταβαραθρώνουν(ε) | να καταβαραθρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταβαράθρωσα | θα καταβαραθρώσω | να καταβαραθρώσω | καταβαραθρώσει | ||
β' ενικ. | καταβαράθρωσες | θα καταβαραθρώσεις | να καταβαραθρώσεις | καταβαράθρωσε | ||
γ' ενικ. | καταβαράθρωσε | θα καταβαραθρώσει | να καταβαραθρώσει | |||
α' πληθ. | καταβαραθρώσαμε | θα καταβαραθρώσουμε | να καταβαραθρώσουμε | |||
β' πληθ. | καταβαραθρώσατε | θα καταβαραθρώσετε | να καταβαραθρώσετε | καταβαραθρώστε | ||
γ' πληθ. | καταβαράθρωσαν καταβαραθρώσαν(ε) |
θα καταβαραθρώσουν(ε) | να καταβαραθρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταβαραθρώσει | είχα καταβαραθρώσει | θα έχω καταβαραθρώσει | να έχω καταβαραθρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις καταβαραθρώσει | είχες καταβαραθρώσει | θα έχεις καταβαραθρώσει | να έχεις καταβαραθρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει καταβαραθρώσει | είχε καταβαραθρώσει | θα έχει καταβαραθρώσει | να έχει καταβαραθρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταβαραθρώσει | είχαμε καταβαραθρώσει | θα έχουμε καταβαραθρώσει | να έχουμε καταβαραθρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε καταβαραθρώσει | είχατε καταβαραθρώσει | θα έχετε καταβαραθρώσει | να έχετε καταβαραθρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταβαραθρώσει | είχαν καταβαραθρώσει | θα έχουν καταβαραθρώσει | να έχουν καταβαραθρώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταβαραθρώνω
|