καταρροή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταρροή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καταρροή (η ροή προς τα κάτω). Μορφολογικά αναλύεται σε κατα- + -ρροή.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ta.ɾoˈi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ταρ‐ρο‐ή
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταρροή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις καταρρέω, ροή και ρέω
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταρροή
|
Ετυμολογία
επεξεργασία- καταρροή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καταρροή (η ροή προς τα κάτω). Μορφολογικά αναλύεται σε κατα- + -ρροή
Πηγές
επεξεργασία- καταρροή - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | καταρροή | αἱ | καταρροαί | ||||
γενική | τῆς | καταρροῆς | τῶν | καταρροῶν | ||||
δοτική | τῇ | καταρροῇ | ταῖς | καταρροαῖς | ||||
αιτιατική | τὴν | καταρροήν | τὰς | καταρροᾱ́ς | ||||
κλητική ὦ! | καταρροή | καταρροαί | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταρροᾱ́ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | καταρροαῖν | ||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές
επεξεργασία- καταρροή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.