kataro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- kataro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kataro | kataroj |
αιτιατική | kataron | katarojn |
kataro (eo)
- η καταρροή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kataro | kataroj |
αιτιατική | kataron | katarojn |
kataro (eo)