Ετυμολογία

επεξεργασία
crêpe < επίθετο cresp < λατινική crispus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kʁɛp/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
crêpe crêpes

crêpe (fr) θηλυκό

  1. το κρεπ, είδος υφάσματος
  2. το πένθος, κομμάτι μαύρου υφάσματος που φοριέται στο μανίκι
  3. λατέξ από καουτσούκ από το οποίο φτιάχνονται οι σόλες των παπουτσιών

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
crêpe crêpes

crêpe (fr) θηλυκό

  1. η κρέπα, η τηγανίτα
  2. (οικείο) το καπελάκι, το κασκέτο
  3. (οικείο) ηλίθιος, ανόητος

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία