↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καπελάκι τα καπελάκια
      γενική
    αιτιατική το καπελάκι τα καπελάκια
     κλητική καπελάκι καπελάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
μωρό με καπελάκι
 
παιδί με κούρεμα καπελάκι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καπελάκι < καπέλο + υποκοριστικό επίθημα -άκι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καπελάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του καπέλο
  2. κοντό κούρεμα που φτάνει μέχρι το ύψος των αυτιών

  Μεταφράσεις

επεξεργασία