ξαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξαίνω < αρχαία ελληνική ξαίνω
Ρήμα
επεξεργασίαξαίνω (παθητική φωνή: ξαίνομαι)
- κατεργάζομαι το μαλλί ώστε να γίνει κατάλληλο για κλώσιμο
- χτενίζω τα μαλλιά με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκτούν μεγαλύτερο όγκο, να είναι πιο φουντωτά
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξαίνω < ομόρριζο του ξέω και ξύω, θέμα που αναπτύχθηκε παράλληλα με τα άλλα δύο το ξαν + πρόσφυμα j + ω
Ρήμα
επεξεργασίαξαίνω
Τύποι
επεξεργασίαΤύποι που απαντούν: ξαίνω, [παρατατικός: ἔξαινον], αόριστος ἔξηνα, μέλλων: ξανῶ, παθητικός αόριστος ἐξάνθην, [παρακείμενος ἔξασμαι και σύνθετος κατέξασμαι, αλλά και δι-ἔξαμμαι] (Σε αγκύλες οι τύποι που είναι μεταγενέστεροι της ελληνιστικής)