↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σπιλάς αἱ σπιλάδες
      γενική τῆς σπιλάδος τῶν σπιλάδων
      δοτική τῇ σπιλάδ ταῖς σπιλάσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σπιλάδ τὰς σπιλάδᾰς
     κλητική ! σπιλάς σπιλάδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σπιλάδε
γεν-δοτ τοῖν  σπιλάδοιν
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπιλάς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπιλάς, -αδος θηλυκό

  1. βράχος πάνω στον οποίο σκάει το κύμα
    αἱ μὲν ἄρ' ἔνθ' ἦλθον, σπουδῇ δ' ἤλυξαν ὄλεθρον //ἄνδρες, ἀτὰρ νῆάς γε ποτὶ σπιλάδεσσιν ἔαξαν // κύματ' (Οδύσσεια, γ 297-9)
    Ἐκεῖ τὰ πλοῖα ξέπεσαν καὶ σπάσανε στὰ βράχια καὶ μετὰ βίας ἀπὸ χαμὸ γλυτώσανε οἱ ἀνθρῶποι (μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη)
  2. στίγμα, σημαδάκι
  3. θύελλα