σπιλάς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σπιλάς | αἱ | σπιλάδες |
γενική | τῆς | σπιλάδος | τῶν | σπιλάδων |
δοτική | τῇ | σπιλάδῐ | ταῖς | σπιλάσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | σπιλάδᾰ | τὰς | σπιλάδᾰς |
κλητική ὦ! | σπιλάς | σπιλάδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σπιλάδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σπιλάδοιν | ||
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σπιλάς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπιλάς, -αδος θηλυκό
- βράχος πάνω στον οποίο σκάει το κύμα
- αἱ μὲν ἄρ' ἔνθ' ἦλθον, σπουδῇ δ' ἤλυξαν ὄλεθρον //ἄνδρες, ἀτὰρ νῆάς γε ποτὶ σπιλάδεσσιν ἔαξαν // κύματ' (Οδύσσεια, γ 297-9)
- Ἐκεῖ τὰ πλοῖα ξέπεσαν καὶ σπάσανε στὰ βράχια καὶ μετὰ βίας ἀπὸ χαμὸ γλυτώσανε οἱ ἀνθρῶποι (μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη)
- αἱ μὲν ἄρ' ἔνθ' ἦλθον, σπουδῇ δ' ἤλυξαν ὄλεθρον //ἄνδρες, ἀτὰρ νῆάς γε ποτὶ σπιλάδεσσιν ἔαξαν // κύματ' (Οδύσσεια, γ 297-9)
- στίγμα, σημαδάκι
- θύελλα
Πηγές
επεξεργασία- σπιλάς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σπιλάς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.