σημαδάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σημαδάκι | τα | σημαδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σημαδάκι | τα | σημαδάκια |
κλητική | σημαδάκι | σημαδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σημαδάκι < σημάδι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
σημαδάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του σημάδι
Μεταφράσεις επεξεργασία
σημαδάκι
|