ξασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ξασμένος | η | ξασμένη | το | ξασμένο |
γενική | του | ξασμένου | της | ξασμένης | του | ξασμένου |
αιτιατική | τον | ξασμένο | την | ξασμένη | το | ξασμένο |
κλητική | ξασμένε | ξασμένη | ξασμένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ξασμένοι | οι | ξασμένες | τα | ξασμένα |
γενική | των | ξασμένων | των | ξασμένων | των | ξασμένων |
αιτιατική | τους | ξασμένους | τις | ξασμένες | τα | ξασμένα |
κλητική | ξασμένοι | ξασμένες | ξασμένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξαίνω
Μετοχή
επεξεργασίαξασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ξαίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξασμένος
|