ξόανον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ξοᾰνο- | |||||
ονομαστική | τὸ | ξόανον | τὰ | ξόανᾰ | |
γενική | τοῦ | ξοάνου | τῶν | ξοάνων | |
δοτική | τῷ | ξοάνῳ | τοῖς | ξοάνοις | |
αιτιατική | τὸ | ξόανον | τὰ | ξόανᾰ | |
κλητική ὦ! | ξόανον | ξόανᾰ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ξοάνω | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ξοάνοιν | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξόανον, ήδη τον 5ο αιώνα στον Ευριπίδη < θέμα ξο-, μεταπτωτική βαθμίδα για θέμα που συναντάμε στο ξέω + -ανον[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξόανον, -ου
- ξόανο, είδωλο σκαλισμένο (όπως σε ξύλο), άγαλμα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 1359
- […] Τίνι λόγῳ πορθμεύετε / κλέπτοντες ἐκ γῆς ξόανα καὶ θυηπόλους;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 1359
Παράγωγα
επεξεργασίαπαράγωγα και σύνθετα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ξόανο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ξόανον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ξόανον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.