Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξόανο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξόανο
<
αρχαία ελληνική
ξόανον
<
ξέω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξόανο
ουδέτερο
στα αρχαία χρόνια, απλό ξύλινο άγαλμα θεών,
ομοίωμα
(
μεταφορικά
)
ανόητος
,
κουτός
άνθρωπος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξόανο