ξόανα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈkso.a.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξό‐α‐να
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαξόανα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του ξόανο
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαξόᾰνᾰ ουδέτερο