ξαντός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ξαντός | η | ξαντή | το | ξαντό |
γενική | του | ξαντού | της | ξαντής | του | ξαντού |
αιτιατική | τον | ξαντό | την | ξαντή | το | ξαντό |
κλητική | ξαντέ | ξαντή | ξαντό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ξαντοί | οι | ξαντές | τα | ξαντά |
γενική | των | ξαντών | των | ξαντών | των | ξαντών |
αιτιατική | τους | ξαντούς | τις | ξαντές | τα | ξαντά |
κλητική | ξαντοί | ξαντές | ξαντά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξαντός < ξαίνω
Επίθετο
επεξεργασίαξαντός
- (παρωχημένο) ο λαναρισμένος, που έχει υποστεί κατεργασία, ξύσιμο, ώστε να γίνει ίνα (σε χρήση κυρίως το ουδέτερο ως ουσιαστικό)
→ δείτε τη λέξη ξαντό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξαντός
|