↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξαντός η ξαντή το ξαντό
      γενική του ξαντού της ξαντής του ξαντού
    αιτιατική τον ξαντό την ξαντή το ξαντό
     κλητική ξαντέ ξαντή ξαντό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξαντοί οι ξαντές τα ξαντά
      γενική των ξαντών των ξαντών των ξαντών
    αιτιατική τους ξαντούς τις ξαντές τα ξαντά
     κλητική ξαντοί ξαντές ξαντά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξαντός < ξαίνω

  Επίθετο

επεξεργασία

ξαντός

  • (παρωχημένο) ο λαναρισμένος, που έχει υποστεί κατεργασία, ξύσιμο, ώστε να γίνει ίνα (σε χρήση κυρίως το ουδέτερο ως ουσιαστικό)

→ δείτε τη λέξη ξαντό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία