ξαντό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξαντό | τα | ξαντά |
γενική | του | ξαντού | των | ξαντών |
αιτιατική | το | ξαντό | τα | ξαντά |
κλητική | ξαντό | ξαντά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξαντό ουδέτερο
- πρόχειρη γάζα από καθαρό λευκό λινό ύφασμα σε μικρά κομμάτια ή από νήματα λινού τυλιγμένα για επίθεμα σε πληγές, ο μοτός των αρχαίων Ελλήνων
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ξαντό