↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φροντίς αἱ φροντίδες
      γενική τῆς φροντίδος τῶν φροντίδων
      δοτική τῇ φροντίδ ταῖς φροντίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν φροντίδ τὰς φροντίδᾰς
     κλητική ! φροντίς* φροντίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φροντίδε
γεν-δοτ τοῖν  φροντίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φροντίς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φροντίς θηλυκό

  1. φροντίδα
  2. (Χρειάζεται επεξεργασία)