ξάνιον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξάνιον < ξαίνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξάνιον ουδέτερο
- λανάρα, μηχανισμός σαν χτένα κατά την κατεργασία μαλλιού ή καννάβεως ή του λίνου για να αποχωριστούν τα νήματα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξάνιον
|